- ευλογητικός
- ευλογητικός, -ή, -ό και βλογητικός, -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ευλογία.2. αυτός που γίνεται με ευλογία.3. το θηλ. ως ουσ., ευλογητική νόμιμη σύζυγος, αλλ. στεφανωτική.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.